- έκδεια
- ἔκδεια, η (Α)1. καθυστέρηση2. έλλειψη3. έλλειμμα4. ελάττωση εισοδήματος ή εσόδων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔκδεια — falling short fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδείας — ἐκδείᾱς , ἔκδεια falling short fem acc pl ἐκδείᾱς , ἔκδεια falling short fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδείαις — ἔκδεια falling short fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκδειαι — ἔκδεια falling short fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκδειαν — ἔκδεια falling short fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)